- συνεγγισμος
- συνεγγισμόςσυν-εγγισμόςὅ приближение, сближение
(πρός τινα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρός τινα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεγγισμός — approach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμός — ὁ, Α [συνεγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεγγίζω* … Dictionary of Greek
συνεγγισμοῦ — συνεγγισμός approach masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμούς — συνεγγισμός approach masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμῷ — συνεγγισμός approach masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμόν — συνεγγισμός approach masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)